ΥΡΩ ΜΑΝΕ: Ο «συμβολαιογράφος» είναι δραματικά επίκαιρος ένεκα κρίσης

17 Δεκεμβρίου, 2012

Η ηθοποιός, που υποδύεται την Ερασμία, μιλά για τις εναλλαγές συναισθημάτων και την ταύτιση του κοινού με ένα έργο που αναφέρεται στη δεκαετία του ’60, που φαντάζει πλέον πολύ κοντινή

Η τραγική κωμωδία του Νίκου Βασιλειάδη «Ο Συμβολαιογράφος», μία παράσταση της εταιρείας Οργάνωσης Θεάματος «TEXNIS», φιλοξενείται από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας τη Δευτέρα 17 και την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης 21.00) στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου». Το έργο παρουσιάζεται σε θεατρική διασκευή Γιώργου Καραμίχου και Εμμανουέλας Αλεξίου και σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου. Πρόκειται για έναν μονόλογο, «μία παράσταση απολογία και εξομολόγηση μαζί». Η Υρώ Μανέ, η επί σκηνής Ερασμία, «μεταχειρισμένη» και «χήρα», όπως εξηγεί, μιλάει για το πώς «δεν είναι τίποτα τυχαίο, το ότι μια εποχή τέτοια, όπως αυτή που περιγράφει το έργο, είναι τελικά παρούσα και τώρα»…

Από την πραγματικότητα στη σκηνή

Σύμφωνα με την έννοια της ίδιας της παράστασης, εκεί όπου η ηρωίδα συναντιέται πλέον πρόσωπο με πρόσωπο με το κοινό, τι γεύση αφήνει αυτή η διαδρομή στην ηθοποιό συγκριτικά με τις τηλεοπτικές δουλειές που κατά καιρούς έχει κάνει με επιτυχία; Η Υρώ Μανέ απαντά: «Είναι ένα γεγονός που το ζω όλα τα χρόνια που είμαι επαγγελματίας ηθοποιός, τηλεόραση και θέατρο εκ παραλλήλου, αφού είναι παράλληλες διαδρομές. Μπορώ να πω, όμως, ότι το θέατρο είναι η μόνιμη πορεία, ενώ η τηλεόραση ήταν μέσα στα επαγγελματικά δεδομένα. Η ζωντανή εμπειρία, το “face to face”, είναι κάτι άλλο και το αντίστοιχο συμβαίνει και στο θέατρο. Όταν είσαι στη σκηνή και επικοινωνείς με το κοινό κάτω είναι μία συγκλονιστική εμπειρία, δεν αντικαθίσταται με τη σχέση που έχεις μαζί του μέσω της τηλεόρασης. Τηλεόραση είναι το ότι μπαίνουμε απλώς στα σπίτια των ανθρώπων κατ’ επιλογήν τους μέσω των καναλιών, αυτή είναι η τηλεόραση, ενώ το θέατρο είναι άλλη διαδικασία. Επιλέγει κάποιος να έρθει, να δει εσένα μέσα από άλλη διαδρομή. Οπότε, σίγουρα για εμάς τους ηθοποιούς είναι και πιο σημαντικό…». Η Ερασμία, η ηρωίδα του έργου, μια χήρα που μετά τον θάνατο του συζύγου της αποκτά ένα περίπτερο, αποτελεί από μόνη της, εξαιτίας της πραγματικότητάς της, μία δυνατή πρώτη ύλη που μεταπλάθεται, μέσα από την πλοκή της ιστορίας, σε κάτι το εξίσου δυνατό, όπως αναφέρει η ηθοποιός: «Το έργο είναι γεμάτο με συναισθήματα και με εναλλαγές συναισθημάτων και για τον άνθρωπο που ερμηνεύει αλλά και για το κοινό, από ό,τι και η εμπειρία μου μού έχει δείξει. Το ότι η Ερασμία αποκτά το περίπτερο ομολογεί την πραγματικότητα που θα βιώσει: ότι είναι χήρα, ο άντρας της πέθανε και μένει αυτή να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής χρησιμοποιώντας το περίπτερο του άντρα της για να λειτουργήσει μέσα από αυτό επαγγελματικά και για να μεγαλώσει και τη μονάκριβη κόρη της. Αυτό από μόνο του είναι δυνατό σαν γεγονός και σαν πραγματικότητα τόσο υποκριτικά όσο και για τη διαδρομή του χαρακτήρα της. Μέσα από αυτό, βιώνει αυτήν την καινούργια πραγματικότητα: ότι θα είναι χήρα και θα είναι και σε μία κωμόπολη, σε μια επαρχιακή πόλη, θα είναι επαγγελματίας σε ένα χώρο που αυτό δεν συνηθιζότανε», ενώ στο σχόλιο για το κατά πόσο η Ερασμία ασφυκτιά ένα παραπάνω μες στο περίπτερο μιας επαρχιακής πόλης που δεν μπορεί παρά να πιάνει χώρο όλο και όλο «ένα επί ένα», η Υρώ Μανέ συνηγορεί: «Και πέραν αυτού, ακόμη, αφού δεν είναι μόνο ο χώρος αυτός καθαυτός. Είναι ό,τι σηματοδοτεί ένας χώρος: θα είναι περιπτερού, θα είναι σε κοινή θέα, θα είναι εκτεθειμένη, θα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητά της έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες…».

Από τη σκηνή στην πραγματικότητα

Πώς, όμως, η έκθεση της Ερασμίας μέσω του επαγγελματικού στίβου στα κυβικά μίας κωμόπολης, μιας πόλης επαρχιακής, την αφήνει εκτεθειμένη και ως προς την προσωπική της ζωή; «Υπάρχει αυτό το στοιχείο και είναι πιο έντονο σταδιακά μέσα από την πορεία του έργου. Είναι μεταχειρισμένη, χήρα, σε μια επαρχιακή κοινωνία μετά τον πόλεμο, όπου είναι δακτυλοδεικτούμενη, αφού πια καθώς είναι μεταχειρισμένη, την βλέπουν όλοι με έναν άλλο τρόπο, αφήνοντας σεξουαλικά υπονοούμενα προς το πρόσωπό της…» σχολιάζει η Υρώ Μανέ συμπληρώνοντας αναφορικά με τυχόν στιγμιότυπα – κορυφώσεις στα όσα περνά η ηρωίδα, αλλά και μη προδίδοντας παράλληλα την εξέλιξη της πλοκής: «Το έργο έχει μία τόσο ισχυρή ρεαλιστικότητα σαν κείμενο που δεν μπορείς να μείνεις σε ένα κομμάτι. Οι εναλλαγές είναι πάρα πολλές και στο συναίσθημα του ανθρώπου που έχει αναλάβει την ερμηνεία και στο περιεχόμενο. Δεν μπορείς να μείνεις σε ένα κομμάτι. Όσο πάει προς το τέλος το έργο κορυφώνεται κινώντας και την περιέργεια στο κοινό να δει τι θα γίνει μ’ αυτήν τη γυναίκα και πώς θα αντιμετωπίσει τις καταστάσεις της ζωής της. Έχει και την απόλυτη, πια, ανατροπή φτάνοντας στο φινάλε».

Το έργο είναι εξαιρετικά επίκαιρο τόσο στο κομμάτι του αγώνα για την επιβίωση όσο και στα στερεότυπα ενός μικρόκοσμου που περιγράφει. Η Υρώ Μανέ σχολιάζει επ’ αυτού: «Δεν είναι τίποτα τυχαίο, το ότι μια εποχή τέτοια, όπως αυτή που περιγράφει το έργο, είναι τελικά παρούσα και τώρα. Δηλαδή, υπάρχει ανέχεια, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει ένας τρόπος που δεν μπορεί ο κόσμος να διαχειριστεί την ζωή του, οικονομική δυσχέρεια και δυσπραγία με κάθε τρόπο. Δυστυχώς, ενώ είναι μεταπολεμικό το έργο, όχι ακριβώς μετά τον πόλεμο, αλλά είναι μετά δεκαετία ’60 και ’70, που ακόμη τα πράγματα δεν είναι καθαρά μεταπολεμικά, υπάρχουν ωστόσο πολλές αναφορές σημερινές και σίγουρα έχει ταύτιση ο κόσμος. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία καθόλου η ανταπόκριση που έχει το κοινό, παίζει ρόλο και αυτό το κομμάτι. Πέρα από την καθαρά ψυχολογική ταύτιση που μπορεί να έχει, δηλαδή, έχει και αυτό: ότι βιώνει τώρα μια πραγματικότητα δυσχερέστατη, που βλέπει ότι δυστυχώς κατάγεται από εκείνες τις εποχές. Κάνει κύκλο η ιστορία με έναν άσκημο, βέβαια, τρόπο, γιατί καλά θα ήταν να κάνει προς τον καλό τον κύκλο της. Αλλά, δεν τον κάνει».

Κάποια στιγμή, ένα τραγούδι θα αγγίξει τους θεατές της παράστασης και ανάμεσα στους στίχους του και ο στίχος «μονάχη μου απόμεινα στου κόσμου την ανία». Πώς τον αντιλαμβάνεται η ηθοποιός που τον κοινωνεί από σκηνής ως Ερασμία; «Η ζωή της πια έχει γίνει μια καθημερινότητα που ίσως δεν της προσδίδει καμία χαρά μετά από όλα αυτά που έχουν συμβεί, αφού το τραγούδι ακούγεται στο φινάλε. Οπότε, πραγματικά απέμεινε μονάχη της και στην καθημερινότητά της και στη δυσκολία της».

Τελικά, ως άλλος «συμβολαιογράφος» η παράσταση τι «υπογράφει» με τον θεατή; Σ’ αυτό η Υρώ Μανέ απαντά: «Νομίζω τη σχέση που έχει κάθε άνθρωπος με τα απωθημένα του, με τα ανεκπλήρωτά του και με αυτά που θα ήθελε να του συμβούν».

Πηγή: www.evdomi.gr

eXTReMe Tracker